ακαλούπιαστος

ακαλούπιαστος
-η, -ο [καλουπιάζω]
1. αυτός που δεν έχει μπει σε καλούπι, σε μήτρα, δεν πήρε σταθερή μορφή
2. απεριτείχιστος, απερίφραχτος (κήπος, περιοχή)
3. μτφ. κακοπλασμένος, δύσμορφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαλούπιαστος — ακαλούπιαστος, η, ο και ακαλούπωτος, η, ο 1. αυτός που δεν μπήκε σε καλούπι: Βλέπω πως το καπέλο μου στέκεται ακόμη ακαλούπιαστο. 2. ασουλούπωτος: Έχει κορμί ακαλούπιαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλούπωτος — η, ο [καλουπώνω] ο ακαλούπιαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”